- φιλοδώρως
- Αεπίρρ. βλ. φιλόδωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλοδώρως — φιλόδωρος bountiful adverbial φιλόδωρος bountiful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… … Dictionary of Greek
ՊԱՐԳԵՒԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0632 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. φιλόδωρος munificus, liberalis. Որ սիրէ տալ պարգեւս. մարդասէր. առանձնաձեռն. *Մրձանակ բարելաւութեան (Ծնողացն) քան զամենայն յոյս կատարեալագոյն՝ պարգեւասիրին Աստուծոյ տուեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)